-
1 δισσος
атт. διττός, ион. διξός 31) двойной(θήρα Plat.)
2) dual. и pl. два, двое, оба(στοιχείοις διττοῖς ναίειν Batr.; διξὰ θυρώματα Her.; δισσὼ στρατηγώ Aesch.)
3) двоякий, двойственный(τῷ ποιῷ καὴ τῷ ποσῷ Arst.)
4) двусмысленный(φάσματα δυσσῶν ὀνείρων Soph.; χρησμοί Luc.)